Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΠΟΥΜΠΑΚΟ ΜΑΣ (ΠΟΙΗΜΑ)

Ρωσία: Νταντά στραγγάλισε μωρό έξι μηνών | in.gr
Είσαι το μικρό μας αγοράκι
κοντά 15 μηνών παιδάκι
το αστέρι μας το φωτεινό
αστέρι σπουδαίο και λαμπρό.

Είσαι της μαμάς σου το καμάρι
του παππού και της γιαγιάς το παλικάρι
χαιρόμαστε μαζί σου τη ζωή
και η χαρά μας γίνεται γιορτή

Η αγάπη μας για σένα ξεχειλίζει
απ' τις καρδιές μας αναβλύζει
θέλουμε να σ έχουμε αγκαλιά μας
και να σε γεμίζουμε με τα φιλιά μας

Θέλω να σου πω μονάχα ένα
που 'ναι από μένανε για σένα
σ' αγαπώ πιο πολύ από κάθε τι στον κόσμο αυτό
πιο πολύ από τη γη στον ουρανό !

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΣΟΥ  (ΝΛ) 9/12/2018

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΣΟΥ (ποίημα)


Σαν μεγαλώσεις και γινείς,
μεγάλος σαν και μένα,
θα ΄χεις πολλά να διηγηθείς,
που αφορούν σε σένα.

Σοφός να γίνεις και τρανός,
όλων να ΄σαι καμάρι,
και επιστήμονας καλός,
με του Θεού τη Χάρη.

Γύρω σου να σκορπίζεις φως,
αγάπη και ειρήνη,
κι όλοι ν αναρωτιούνται πως,
έχεις τόση γαλήνη.

¨Ολη η ζωή να ΄ναι χαρά,
γεμάτη δημιουργία,
κι όλου του κόσμου τ΄αγαθά,
να έχεις ευλογία.

Ν.Λ.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2018

Τα τρία γουρουνάκια και ο κακός λύκος -Walt Disney (ΠΑΡΑΜΥΘΙ).




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τους είπε η μαμά τους "τώρα παιδιά μου μεγαλώσετε και πρέπει να πάτε να ζήσετε τη ζωή σας χωρίς εμένα. Θα πάρει, λοιπόν, καθένα τα πράγματά του και θα πάτε να φτιάξετε από ένα σπίτι να ζήσετε. Και προσοχή! Το σπίτι που θα χτίσετε πρέπει να είναι γερό για να μη μπορεί να το γκρεμίσει ο κακός ο λύκος και σας φάει".Πήρε, λοιπόν, το κάθε γουρουνάκι το δρόμο του.
Το πρώτο συνάντησε έναν κύριο που πουλούσε άχυρα. Σκέφτηκε, λοιπόν, "γιατί να κάθομαι να δουλεύω σαν το σκυλί, ας φτιάξω μάνι μάνι ένα σπίτι με άχυρα". Κι έτσι αγόρασε τ'άχυρα κι έφτιαξε ένα σπίτι.
Το δεύτερο γουρουνάκι βρήκε πρόχειρα κάτι ξύλα. Σκέφτηκε κι αυτό, "με τα ξύλα αυτά θα φτιάξω το σπιτάκι".
Το τρίτο γουρουνάκι, όμως, το πιο έξυπνο απ'όλα, έχτισε ένα σπιτάκι με τούβλα.
Ο κακός ο Λύκος μυρίστηκε τα γουρουνάκια. Πάει στο σπίτι του πρώτου και χτυπάει. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκι άνοιξέ μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ'ανοίξω. Να με φας!
Λ: Δε μ' ανοίγεις; Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σου γκρεμίσω το σπίτι.
Κι ο λύκος φύσηξε και τα άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα. Το γουρουνάκι έτρεξε και ζήτησε καταφύγιο στο δεύτερο αδελφάκι του. Έρχεται κι ο κακός ο λύκος και χτυπάει την πόρτα. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκια ανοίξτε μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ'ανοίξουμε. Να μα φας;
Λ: Δε μ' ανοίγετε;! Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σας γκρεμίσω το σπίτι.
Κι ο λύκος φύσηξε και τα ξύλα σκορπίστηκαν στον αέρα. Τότε τα γουρουνάκια
έτρεξαν γρήγορα, γρήγορα και ζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του άλλου αδελφού.
Έρχεται ο κακός ο λύκος και χτυπάει την πόρτα. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκια ανοίξτε μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ'ανοίξουμε. Να μα φας;
Λ: Δε μ' ανοίγετε! Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σας γκρεμίσω το σπίτι.
Ο λύκος φύσηξε με όλη του τη δύναμη και αλλά το σπίτι ήταν γερό, χτισμένο με τούβλα και δεν σκορπίστηκε όπως τα προηγούμενα. Ο λύκος τότε σκέφτηκε να κατέβει από τη καμινάδα του τζακιού. Τα γουρουνάκια ακούγοντας θόρυβο από την καμινάδα, φαντάστηκαν ότι ήταν ο κακός ο λύκος, κι έτσι έβαλαν φωτιά στα ξύλα του τζακιού. Ο λύκος δεν κατάφερε να κατέβει γιατί θα έκαιγε την ουρά του κι έτσι άφησε ήσυχα τα γουρουνάκια. Χαρούμενα τα γουρουνάκια βγήκαν να παίξουν έξω και υποσχέθηκαν την επόμενη φορά να φτιάξουν πιο γερά σπίτια!

Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας -Όσκαρ Γουάιλντ (ΠΑΡΑΜΥΘΙ)




Στο ψηλότερο σημείο της πόλης υψωνόταν πάνω σ' ένα βάθρο το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα. Ήταν όλο καλυμμένο με λεπτά φύλλα χρυσού, είχε δυο ζαφείρια για μάτια κι ένα μεγάλο πορφυρό ρουμπίνι έλαμπε στη λαβή του ξίφους του.   
- Τι ωραίο άγαλμα! Μοιάζει με άγγελο! έλεγαν οι περαστικοί.
- Μακάρι να ήμουν κι έγώ στη θέση του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα!  
Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, ένα χελιδόνι ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι με προορισμό την Αίγυπτο. Κάποια στιγμή, εξαντλημένο απ' τη διαδρομή και τον δυνατό αέρα, αναζήτησε καταφύγιο στα πόδια του αγάλματος του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα. Μόλις που είχε αποκοιμηθεί, όταν ένιωσε μια μεγάλη σταγόνα να πέφτει στα φτερά του.  
- Τι παράξενο! Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια, αλλά έπιασε βροχή! σκέφτηκε  
Κι άλλη σταγόνα, κι άλλη, κι άλλη... Ετοιμαζόταν να ψάξει για καταφύγιο στα κεραμίδια του πιο κοντινού σπιτιού, όταν σήκωσε το βλέμμα του και είδε ότι τα μάτια του Ετυχισμένου Πρίγκηπα ήταν γεμάτα δάκρυα.   
- Ποιός είσαι εσύ? Και γιατί κλαις;
- Είμαι ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας. Όταν ήμουν ζωντανός και είχα ανθρώπινη καρδιά, δεν ήξερα τι σημαίνει πόνος, γιατί οι τοίχοι του παλατιού μου δεν άφηναν τη δυστυχία και τη στενοχώρια να μπουν μέσα. Τώρα, μ'έβαλαν τόσο ψηλά που μπορώ και βλέπω όλες τις δυστυχίες της πόλης. Αν και η καρδιά μου είναι από μολύβι, δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο από το να κλαίω κάθε νύχτα. Πίσω από κείνο το ανοιχτό παράθυρο, μια γυναίκα ράβει με πολύ κόπο ένα φόρεμα για μια αριστοκράτισσα. Ο γιός της φτωχής γυναίκας είναι άρρωστος και καίγεται στον πυρετό. Θα μπορούσες να πας και να της δώσεις το ρουμπίνι του σπαθιού μου;  
Αν και έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του, το χελιδόνι συμφώνησε να παραμείνει εκεί για μια νύχτα για να φέρει σε πέρας την αποστολή. Τράβηξε το πανέμορφο ρουμπίνι με το ράμφος του και πέταξε πάνω απ' τον καθεδρικό και το βασιλικό παλάτι που έσφυζε από φως και μουσική, για να φτάσει στην πιο ταπεινή γειτονιά της πόλης. Μπήκε απ' το ανοιχτό παράθυρο και άφησε το ρουμπίνι πάνω στη δαχτυλήθρα της μοδίστρας. Προτού φύγει, χτύπησε τα φτερά του πάνω απ'το πρόσωπο του παιδιού για να το δροσίσει.  
- Τι παράξενο! Δεν κρυώνω πια τόσο πολύ! είπε το χελιδόνι μόλις ξαναγύρισε στον Πρίγκηπα.
- Έκανες μια καλή πράξη, γι' αυτό, του απάντησε εκείνος.   
Το ξημέρωμα, ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας γύρισε κι είπε στο χελιδόνι.   
- Χελιδονάκι, στην άλλη άκρη της πόλης είναι ένας νεαρός συγγραφέας που πρέπει να τελειώσει ένα έργο που του έχουν παραγγείλει πριν απ' το μεσημέρι, αλλά έχει ξυλιάσει απ' το κρύο γιατί δεν έχει προσανάμματα για ν'ανάψει τη σόμπα του. Πάρε ένα ζαφείρι απ' τα μάτια μου και πήγαινέ το στο παιδί για να το πουλήσει και να μπορέσει ν' αγοράσει καυσόξυλα και να τελειώσει τη δουλειά του.   
Την επόμενη μέρα, όταν το χελιδόνι πήγε να τον αποχαιρετήσει, άκουσε τη γλυκιά φωνή του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα που έλεγε ψιθυριστά:  
- Χελιδονάκι, εκεί στην πλατεία είναι μια φτωχή γυναίκα που πουλάει σπίρτα. Της έπεσαν όλα στη λάσπη και δεν μπορεί να τα πουλήσει. Σε παρακαλώ, πάρε και το άλλο ζαφείρι μου και πήγαινέ της το για να μην πεθάνει απ' το κρύο.  
Ενώ πετούσε πάνω απ' την πόλη, το χελιδόνι πρόσεξε όλη τη δυστυχία και τον πόνο που κατέκλυζαν τους δρόμους. Επιστρέφοντας, τα είπε όλα στον Πρίγκηπα.  
- Είμαι καλυμμένος με φύλλα αληθινού χρυσού, είπε εκείνος. Σε παρακαλώ, βγάλε τα ένα ένα και μοίρασέ τα σε όσους τα έχουν ανάγκη.   
Το χελιδόνι πραγματοποίησε κι αυτή την επιθυμία του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα και τα πιο φτωχικά σπίια της πόλης γέμισαν χαρά.  Αφιέρωσε τόσες πολλές μέρες σ' αυτή τη γενναιόδωρη πράξη ώστε, στο τέλος, άρχισε να πέφτει χιόνι και χαλάζι στην πόλη. Κοκαλωμένο απ' το κρύο, πήγε μέχρι τα πόδια του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα και είπε ψιθυριστά:  
- Αντίο, αγαπημένε Πρίγκηπα!
- Χαίρομαι που επιτέλους θα πας στην Αίγυπτο. Σ' ευχαριστώ που πέρασες τόσον καιρό μαζί μου και μοίρασες τόση ευτυχία στην πόλη, είπε ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας.
- Δεν θα πάω στην Αίγυπτο. Θα πεθάνω ήρεμα στα πόδια σου.   
Το επόμενο πρωί, όταν ο δήμαρχος της πόλης, συνοδευόμενος απ' τους συμβούλους του, πέρασε μπροστά απ' το άγαλμα, το είδε κατεστραμμένο και μαυρισμένο, χωρίς τις πολύτιμες πέτρες του.   
- Μοιάζει με το άγαλμα ενός ζητιάνου, φώναξε ο δήμαρχος. Θα πω να το γκρεμίσουν και να στήσουν στη θέση του ένα άγαλμα προς τιμήν μου.   
Καθώς οι εργάτες διέλυαν το άγαλμα, ο επιστάτης μονολόγησε φωναχτά:
- Τι παράξενο! Αυτή η μολυβένια καρδιά δεν μπορεί να λιώσει!  
Την πέταξε στα σκουπίδια κι εκεί η καρδιά συνάντησε το νεκρό χελιδονάκι.   
Όταν ο Θεός διέταξε έναν άγγελο να του φέρει τα δύο πιο πολύτιμα πράγματα της πόλης, ο άγγελος του πήγε την καρδιά και το χελιδονάκι. Ο Θεός τότε είπε:   
- Έκανες τη σωστή επιλογή, γιατί στους κήπους του παραδείσου μου αυτό το πουλάκι και ο Πρίγκηπας θα ζήσουν ευτυχισμένοι για πάντα.

Ο Εγωιστής γίγαντας– Οσκαρ Γουαιλντ (ΠΑΡΑΜΥΘΙ ).




Κάθε απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τα παιδιά πήγαιναν να παίξουν στον κήπο του γίγαντα. Ήταν ένας μεγάλος, πανέμορφος κήπος με απαλό πράσινο γρασίδι. Εδώ κι εκεί στο χορτάρι ορθώνονταν ωραία λουλούδια σαν αστέρια, υπήρχαν δώδεκα ροδακινιές γεμάτες ρόδινα μαργαριταρένια ανθάκια που το φθινόπωρο βάραιναν από τους πλούσιους καρπούς. Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και τραγουδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν τα παιχνίδια τους για να τ' ακούσουν. «Τι ευτυχισμένα που είμαστε εδώ!» φώναζαν το ένα στ' άλλο. Μια μέρα, ο γίγαντας γύρισε. Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλλης, είχε μείνει μαζί του εφτά χρόνια. 'Όταν τέλειωσαν τα εφτά χρόνια, είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, μια και τα ενδιαφέροντα του ήταν περιορισμένα, και αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του. Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο. «Τι κάνετε εδώ;» φώναξε με πολύ άγρια φωνή, και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας. «Ο κήπος μου είναι δικός μου» είπε ο γίγαντας «δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, και δε θα επιτρέψω να παίζει κανείς εδώ μέσα εκτός από μένα». Έχτισε λοιπόν μια ψηλή μάντρα ολόγυρα κι έστησε μια ταμπέλα.  
 ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ.
 Ήταν ένας γίγαντας πολύ εγωιστής (Ο εγωιστής Γίγαντας). Τα καημένα τα παιδιά τώρα δεν είχαν πουθενά να παίξουν. Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη και κοφτερές πέτρες, και δεν τους άρεσε. Περιτριγύριζαν την ψηλή μάντρα όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο πίσω της. «Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί!» έλεγαν το ένα στ' άλλο. Ύστερα ήρθε η άνοιξη κι ολόκληρη η χώρα γέμισε μπουμπούκια και μικρά πουλιά. Μόνο στον κήπο που είχε ο εγωιστής γίγαντας ήταν ακόμη χειμώνας. Τα πουλιά δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν εκεί μέσα, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά, και τα δέντρα ξέχασαν να βγάλουν μπουμπούκια. Μια μέρα, ένα όμορφο λουλούδι πρόβαλε το κεφάλι του απ' το χορτάρι, μα μόλις είδε την ταμπέλα, λυπήθηκε τόσο πολύ για τα παιδιά, που τρύπωσε πάλι στο χώμα κι αποκοιμήθηκε. Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το χιόνι κι η παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο» αναφώνησαν, «θα ζήσουμε λοιπόν εδώ όλο το χρόνο». Το χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, και η παγωνιά έβαψε όλα τα δέντρα ασημένια. Έπειτα κάλεσαν το βοριά να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε. Ήταν τυλιγμένος με γούνες κι όλη τη μέρα βρυχιόταν στον κήπο και γκρέμιζε τις καμινάδες. «Θαυμάσιο μέρος» είπε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα σφυροκοπούσε τη στέγη του κάστρου κι έσπασε τις περισσότερες πλάκες, κι ύστερα έτρεχε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, κι η ανάσα του ήταν πάγος. «Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, καθισμένος στο παράθυρο και κοιτάζοντας τον παγωμένο κατάλευκο κήπο του-«ελπίζω ν' αλλάξει ο καιρός». Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ' όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο που είχε ο εγωιστής γίγαντας δεν έδωσε κανέναν. «Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Κι έτσι, βασίλευε πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκιά στ' αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ' το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν' ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο. Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ' ανοιχτό τζάμι. «Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο εγωιστής γίγαντας και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε έξω. Τι είδε; Είδε ένα υπέροχο θέαμα. Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών. Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ' το πράσινο χορτάρι και γελούσαν. Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας. Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι. Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο. Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του. «Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.
Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!» είπε- «τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη. Θ' ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά». Μετάνιωνε στ' αλήθεια πολύ γι' αυτό που είχε κάνει. Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο. Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το 'βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας. Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο. Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ' το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε. Τ' άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη. «Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα.
Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ. Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν. «Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο». Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ' όλα, γιατί τον είχε φιλήσει. «Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε». «Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας. Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη. Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα. Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι' αυτόν. «Πόσο θα 'θελα να τον δω!» έλεγε.
Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του. Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε• «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ' όλα τα λουλούδια». Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ' το παράθυρο του. Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν. Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε. Ήταν στ' αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ' αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει. Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο. Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του. «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω». «Όχι!» απάντησε το παιδί- «γιατί αυτές είναι οι πληγές της αγάπης». «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι.
Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος». Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένο ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια.

Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ - Νικόλαος Λ. (ΠΟΙΗΜΑ).



Ο Γάιδαρος έπεσε μες το πηγάδι,
γκάριζε κάποιος να τον εβγάλει.
Κανείς δεν άκουγε τον γαιδαράκο,
που ο καημένος έπεσε μέσα στο λάκο !

Τον κύριό του δεν τον συμφέρει,
τον γάιδαρό του έξω να φέρει.
Γι αυτό φωνάζει τους χωριανούς του,
να θάψουν τον γάιδαρο στο πηγάδι !

Ρίχνουνε χώμα να τον σκεπάσουν,
μα τα σχέδιά τους παν να χαλάσουν !
Ο Γάιδαρος τινάζει το χώμα με φόρα,
κι εξω πετάγεται σε λίγη ώρα.

[ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΚΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΡΙΧΝΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ ]

Ν.Λ.  02/06/2018 

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Η ΧΗΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΗΝΑΚΙΑ ΤΗΣ - Νικόλαος Λ. (ΠΟΙΗΜΑ)


Ηταν κάποτε μια χήνα ,
όμορφη ψηλή και φίνα ,
είχε δώδεκα χηνάκια ,
στρουμπουλά σα συννεφάκια.

Ο μπαμπάς τους ο χηνούλης ,
ήτανε πολύ λιγνούλης ,
βγαίναν βόλτα κάθε μέρα ,
και τις έγνοιες κάναν πέρα.

Η ζωή τους ήταν όλη,
μες την λίμνη όλη κιόλη,
κολυμπούσαν και βουτούσαν,
κι ετσι την ζωή περνούσαν.

Τα χηνάκια μεγαλώσαν,
βγάλανε φτερά και δώσαν,
μια και πέταξαν μακριά,
σ άλλη λίμνη και στεριά.

Μες τη λίμνη τώρα η χήνα,
μοναχή ψηλή και φίνα,
με τον χήνο στην φωλιά τους,
περιμένουν τα παιδιά τους!

[ Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΕΝΑΛΛΑΓΕΣ ,ΚΑΝΕΙ ΔΗΛΑΔΗ ΚΥΚΛΟΥΣ]

ΝΛ 23/05/2018